- εμπειριαρχία
- η(φιλοσ.), γνωσιολογικό σύστημα, που δέχεται ότι κύρια πηγή της γνώσης και κριτήριο της αλήθειας είναι η εμπειρία (βλ. λ., 3), εμπειριοκρατία, εμπειρισμός, εμπειρική θεωρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.